διέξοδοι

διέξοδοι
διέξοδος
outlet
fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • διέξοδος — η (AM διέξοδος) [έξοδος] 1. χώρος, άνοιγμα απ όπου μπορεί κανείς να περάσει, πέρασμα, διάβαση 2. μέσο, τρόπος διαφυγής νεοελλ. 1. λαθραία ή έξυπνη διαφυγή, ξεγλίστρημα 2. φρ. «διέξοδος εμπορική» εξαγωγή και πώληση τών προϊόντων μιας χώρας σε άλλη …   Dictionary of Greek

  • Крестцы перекрестки — (перекрестки, распутия διεξόδοι, συνόδοι, нем. Kreuzweg, испан. encruziada, среднев. латин. crucichium) места перекрещивания путей; в жизни народной имеют с давних пор важное религиозное и юридическое значение. В Риме на распутьях ставились… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Крестцы места перекрещивания путей — (перекрестки, распутия διεξόδοι, συνόδοι, нем. Kreuzweg, испан. encruziada, среднев. латин. crucichium) места перекрещивания путей; в жизни народной имеют с давних пор важное религиозное и юридическое значение. В Риме на распутьях ставились… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • ИФИКРАТ —    • Iphicrătes,          Ίφικράτης, афинский полководец, из низшего сословия (отец его, говорят, был кожевником), будучи 20 лет от роду получил в коринфской войне главное командование наемными войсками, с которыми и был разбит спартанцами в… …   Реальный словарь классических древностей

  • Adami-nekeb — according to the Revised Version, or Adami hannekeb (Hebrew: אדמי הנקב‎), i.e. the pass Adami, is mentioned in Joshua 19:33 as a passage on the frontier of Naphtali. The Vulgate gives Adami quae est Neceb, while the King James Version translates… …   Wikipedia

  • κρατήρας — I (Αρχαιολ.). Αγγείο (κρατήρ) που χρησιμοποιούσαν οι Έλληνες από τους ομηρικούς χρόνους για να αναμειγνύουν το κρασί με νερό. Επρόκειτο κυρίως για δοχεία αρκετά μεγάλα με πλατύ στόμιο και λαβές. Παλαιότερα οι λαβές των κ. είχαν σχήμα ελίκων και… …   Dictionary of Greek

  • πνεύμα — ατος, το / πνεῡμα, ΝΜΑ, και πνέμα Ν 1. η ψυχή και οι λειτουργίες της, ο ψυχικός κόσμος, σε αντιδιαστολή προς τη σάρκα, την ύλη και τον υλικό κόσμο 2. ο νους και οι ικανότητές του, η ευφυΐα, ο λόγος 3. καθετί το άυλο, το ασύλληπτο με τις αισθήσεις …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”